ξυστάρχης

ξυστάρχης
ξυστάρχ-ης, ου, , ([etym.] ξυστός)
A president of an athletic association,

ὃν βασιλῆς . . στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171

, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc. ;

διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215

([place name] Smyrna), IG14.1102, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυστάρχης — ξυστάρχης, ὁ (Α) επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ξυστάρχην — ξυστάρχης president of an athletic association masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσταρχώ — ξυσταρχῶ, έω (Α) [ξυστάρχης] έχω το αξίωμα τού ξυστάρχου, είμαι ξυστάρχης, επιστατώ σε παλαίστρα ή γυμναστήριο …   Dictionary of Greek

  • ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυσταρχία — ξυσταρχία, ἡ (Α) [ξυστάρχης] το αξίωμα τού ξυστάρχου, η επιστασία τής παλαίστρας ή τού γυμναστηρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”