ξυστάρχης — ξυστάρχης, ὁ (Α) επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ άρχης] … Dictionary of Greek
ξυστάρχην — ξυστάρχης president of an athletic association masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσταρχώ — ξυσταρχῶ, έω (Α) [ξυστάρχης] έχω το αξίωμα τού ξυστάρχου, είμαι ξυστάρχης, επιστατώ σε παλαίστρα ή γυμναστήριο … Dictionary of Greek
ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… … Dictionary of Greek
ξυσταρχία — ξυσταρχία, ἡ (Α) [ξυστάρχης] το αξίωμα τού ξυστάρχου, η επιστασία τής παλαίστρας ή τού γυμναστηρίου … Dictionary of Greek